- Γραικομάνοι
- Όνομα που έδωσαν οι Βούλγαροι στους σλαβόφωνους Μακεδόνες και Θράκες, που έμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, εκδηλώνοντας ελληνική συνείδηση. Προέρχεται από τη λέξη γραικομανείς, δηλαδή ελληνομανείς. Το όνομα επικράτησε κυρίως από την εποχή του εκκλησιαστικού σχίσματος του 1872. Σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα και ιδιαίτερα από το 1898 έως το 1908, τα βουλγαρικά κομιτάτα εκδήλωσαν την οργή τους εναντίον των Γ. Στη δυτική Μακεδονία, όπου κυρίως διεξαγόταν ο Μακεδονικός αγώνας, αλλά και στην κεντρική και στην ανατολική, πολλοί από αυτούς αναδείχθηκαν ικανοί οπλαρχηγοί και σημείωσαν εξαιρετική δράση εναντίον των κομιτατζήδων. Σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν οι Κώτας, Κύρου, Νταλίπης, Παντελής, Γκόνος, Μητρούσης, Ράμναλης κ.ά., που όλοι σχεδόν πέθαναν ηρωικά στη διάρκεια του αγώνα.
Dictionary of Greek. 2013.